Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения
Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения читать книгу онлайн
Внимание! Книга может содержать контент только для совершеннолетних. Для несовершеннолетних чтение данного контента СТРОГО ЗАПРЕЩЕНО! Если в книге присутствует наличие пропаганды ЛГБТ и другого, запрещенного контента - просьба написать на почту [email protected] для удаления материала
– Τι κάνεις εκεί μικρέ (что ты там делаешь, малыш; κάνω);
– Πέθανε το καναρίνι μου και το θάβω (умерла моя канарейка, и я ее хороню; πεθάνω), αποκρίνεται ο Τοτός με σκυμμένο το κεφάλι (отвечает Тотос с поникшей головой; αποκρίνομαι; σκύβω – гнуть, нагибать).
– Και γιατί κάνεις τόσο μεγάλη τρύπα (а зачем делаешь такую большую ямку: «дыру»); Ξαναρωτάει ο γείτονας (снова спрашивает сосед).
– Γιατί το καναρίνι μου είναι μέσα στον ηλίθιο τον γάτο σου, απαντάει ο Τοτός (потому что моя канарейка внутри твоего тупого кота, отвечает Тотос; ο γάτος).
Έσκαβε ο Τοτός στην αυλή του μια τρύπα. Περνούσε ο γείτονας και είδε τον Τοτό να σκάβει. Τον ρωτάει:
– Τι κάνεις εκεί μικρέ;
– Πέθανε το καναρίνι μου και το θάβω, αποκρίνεται ο Τοτός με σκυμμένο το κεφάλι.
– Και γιατί κάνεις τόσο μεγάλη τρύπα; Ξαναρωτάει ο γείτονας.
– Γιατί το καναρίνι μου είναι μέσα στον ηλίθιο τον γάτο σου, απαντάει ο Τοτός.
Ο Τοτός παίζει για ώρα στον κήπο (Тотос играет некоторое время в саду; ο κήπος), και η μητέρα του επιτέλους του φωνάζει (и мать, наконец, ему кричит; φωνάζω):
– Άντε πιά μαζέψου σπίτι (хватит уже, собирайся домой; μαζεύομαι)! Τι κάνεις τόση ώρα (что ты там делаешь столько времени; η ώρα – час; время);
Ο μικρός απαντά (ребенок отвечает; μικρός – маленький; ο μικρός – ребенок):
– Άσε με μαμά, παίζω με τον παππού (оставь меня, мама, я играю с дедушкой; ο παππούς)!
Κι η μητέρα του μονολογεί (и его мать говорит себе; μονολογώ; ο μονόλογος – монолог):
– Α το παλιόπαιδο, πάλι ξέθαψε τον παππού (ах, дрянной мальчишка, опять выкопал дедушку; ξεθάβω)!
Ο Τοτός παίζει για ώρα στον κήπο, και η μητέρα του επιτέλους του φωνάζει:
– Άντε πιά μαζέψου σπίτι! Τι κάνεις τόση ώρα;
Ο μικρός απαντά:
– Άσε με μαμά, παίζω με τον παππού!
Κι η μητέρα του μονολογεί:
– Α το παλιόπαιδο, πάλι ξέθαψε τον παππού!
Ο Τοτός στο φίλο του πατέρα του (Тотос другу своего отца; ο φίλος; ο πατέρας):
– Είναι αλήθεια αυτά που λέει ο μπαμπάς μου για σας (это правда то, что говорит папа мой про вас);
– Τι λέει, δηλαδή παιδί μου (что именно он говорит, детка);
– Να, ότι δημιουργηθήκατε μόνος σας (ну что вы сделали себя сам; δημιουγούμαι – творить, создавать).
– Ναι, αλήθεια είναι (да, это правда).
– Μα τότε γιατί δεν φροντίσατε να γίνετε πιο ψηλός και πιο όμορφος (а тогда почему вы не позаботились стать более высоким и более красивым; φροντίζω);
Ο Τοτός στο φίλο του πατέρα του:
– Είναι αλήθεια αυτά που λέει ο μπαμπάς μου για σας;
– Τι λέει, δηλαδή παιδί μου;
– Να, ότι δημιουργηθήκατε μόνος σας.
– Ναι, αλήθεια είναι.
– Μα τότε γιατί δεν φροντίσατε να γίνετε πιο ψηλός και πιο όμορφος;
Ένας ληστής, αφού διέρρηξε ένα σπίτι, πιάνει όμηρους ένα ηλικιωμένο ζευγάρι (один бандит, взломав дом, берет в заложники пожилую пару; αφού – когда, как только; διαρρηγνύω; ο όμηρος). Θέλοντας να σκοτώσει ένα απο τους δύο, προσπαθεί να αποφασίσει (желая убить одного из двоих, пытается решить; θέλω; σκοτώνω; αποφασίζω). Ρωτάει τη γυναίκα (спрашивает жену; η γυναίκα – женщина; жена):
– «Πως σε λένε εσένα (как тебя зовут);»
– «Κλημεντίνη (Климентина).»
– «Α! έτσι λένε τη μάνα μου (а, так зовут мою маму), δεν θα σε πειράξω εσένα (не трону тебя; πειράζω – трогать, касаться; вредить, приносить вред).»
Στη συνέχεια ρωτάει τον άνδρα (затем спрашивает мужа; ο άντρας – мужчина; муж, супруг):
– «Πως σε λένε εσένα;»
– «Παναγιώτη, αλλά με φωνάζουν και Κλημεντίνη (Панайотис, но меня зовут и Климентиной; φωνάζω – кричать; звать, вызывать).»
Ένας ληστής, αφού διέρρηξε ένα σπίτι, πιάνει όμηρους ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Θέλοντας να σκοτώσει ένα απο τους δύο, προσπαθεί να αποφασίσει. Ρωτάει τη γυναίκα:
– «Πως σε λένε εσένα;»
– «Κλημεντίνη.»
– «Α! έτσι λένε τη μάνα μου, δεν θα σε πειράξω εσένα.»
Στη συνέχεια ρωτάει τον άνδρα:
– «Πως σε λένε εσένα;»
– «Παναγιώτη, αλλά με φωνάζουν και Κλημεντίνη.»
Έχω παντρευτεί δυο φορές, λέει κάποιος (я женился два раза, говорит некто; παντρεύομαι), αλλά δυστυχώς στάθηκα άτυχος (но, к сожалению, остался несчастным = мне не повезло; στέκομαι – стоять; оставаться, оказываться; η τύχη – судьба; удача, счастье; τυχερός – счастливый; δυσ-, α– – приставки со знач. отрицания).
– Τι κρίμα (как жаль). Γιατί (почему);
– Η πρώτη μου γυναίκα με παράτησε (первая моя жена меня бросила; παρατώ).
– Και η δεύτερη (а вторая);
– Η δεύτερη έμεινε (вторая осталась; μένω – жить, пребывать; оставаться)…
Έχω παντρευτεί δυο φορές, λέει κάποιος, αλλά δυστυχώς στάθηκα άτυχος.
– Τι κρίμα. Γιατί;
– Η πρώτη μου γυναίκα με παράτησε.
– Και η δεύτερη;
– Η δεύτερη έμεινε…
Μόλις μερικές μέρες αφότου άνοιξαν τα σχολεία (спустя: «едва /прошло/» несколько дней, как открылась школа; ανοίγω; το σχολείο), η δασκάλα του μικρού τηλεφωνεί στη μητέρα του (учительница ребенка звонит его матери; το μικρός – ребенок; μικρός – маленький):
– Είναι πολύ άτακτος (он очень непослушный; άτακτος – беспорядочный; недисциплинированный)! της λέει (ей говорит; λέω), δεν ξέρω τι να τον κάνω μέσα στην τάξη (не знаю, что с ним делать в классе; η τάξη – порядок; класс)!
Κι η μητέρα (а мать):
Α, για να σας πω (/знаете, что/ я вам скажу; λέω)! Εγώ που τον είχα σχεδόν τρεις μήνες συνέχεια στις διακοπές (я, когда была с ним почти три месяца постоянно на каникулах; έχω – иметь; ο μήνας), σας πήρα να σας κάνω παράπονα (вам /разве/ звонила, чтобы нажаловаться?; παίρνω – брать; звонить кому-л. по телефону; το παράπονο – жалоба);
Μόλις μερικές μέρες αφότου άνοιξαν τα σχολεία, η δασκάλα του μικρού τηλεφωνεί στη μητέρα του:
– Είναι πολύ άτακτος! της λέει, δεν ξέρω τι να τον κάνω μέσα στην τάξη!
Κι η μητέρα:
Α, για να σας πω! Εγώ που τον είχα σχεδόν τρεις μήνες συνέχεια στις διακοπές, σας πήρα να σας κάνω παράπονα;
– Ρωτάει ο δάσκαλος: Το φεγγάρι είναι πιο μακριά ή η Κίνα (спрашивает учитель, луна дальше или Китай?);
– Η Κίνα, απαντά ο Σβίγκος (Китай, – отвечает Звигос). Γιατί το φεγγάρι το βλέπουμε, ενώ την Κίνα δεν τη βλέπουμε καθόλου (Потому что луну мы видим, а Китая не видно совсем; βλέπω)!
– Ρωτάει ο δάσκαλος, το φεγγάρι είναι πιο μακριά ή η Κίνα;
– Η Κίνα, απαντά ο Σβίγκος. Γιατί το φεγγάρι το βλέπουμε, ενώ την Κίνα δεν τη βλέπουμε καθόλου!
Ένας λεφτάς πάει σε μια αυτοκινητοβιομηχανία (один богач идет на автомобильное предприятие; ο λεφτάς – богач /от сущ. τα λεφτά – деньги/; η αυτοκινητοβιομηχανία; το αυτοκίνητο – автомобиль; η βιομηχανία – промышленность) που πουλούσε μόνο Πόρσε (которое продавало только порше; πουλάω). Πάει και ρωτάει τον πωλητή (идет и спрашивает продавца; ο πωλητής):
– «Γεια σας, θέλω να αγοράσω μια Πόρσε καλή (здравствуйте, хочу купить хороший порше; αγοράζω)»